πολυκαιρινός

πολυκαιρινός
η , ό
1) долго длящийся; 2) старый, старинный, давнишний

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολυκαιρινός" в других словарях:

  • πολυκαιρινός — ή, ό, Ν [πολυκαιρία] 1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό, μακροχρόνιος 2. παλιωμένος («πολυκαιρινό σπίτι») …   Dictionary of Greek

  • πολυκαιρινός — ή, ό 1. για πρόσωπα, ο μεγάλης ηλικίας. 2. για πράγματα, παλιός, αλλ. καποτεσινός: Πολυκαιρινό έπιπλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»